
Οι παραγωγοί ποτών, αποσταγμάτων και οίνων (ΣΕΑΟΠ, ΕΝΑΠΑΠΕ, ΣΕΟ) διαμαρτύρονται ότι η πολιτεία δεν προχωρεί «στην εξυγιανση του καθεστώτος των μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών, αλλά ενθαρρύνεται περαιτέρω η στρέβλωση της αγοράς».
Υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση, ερχόμενη σε αντίθεση με το δίκαιο της ΕΕ, στο προς διαβούλευση νομοσχέδιο για το υπαίθριο εμπόριο, με τίτλο «Πλαίσιο λειτουργίας υπαίθριων εμπορικών δραστηριοτήτων», συντηρεί την πώληση χύμα προϊόντος απόσταξης διήμερων αποσταγματοποιών (χύμα τσίπουρο & τσικουδιά) και αυτο τους αδικεί
Θεωρουν ότι ο ανταγωνισμος είναι αθέμιτος σε βάρος των επίσημων αποσταγματοποιών και ποτοποιών της χώρας, αλλά, εμμέσως και των οινοποιών. Επιπλέον -υποστηρίζουν- μένει ακάλυπτος ο καταναλωτής σε προϊόντα που «δεν υποβάλλονται σε κανένα ποιοτικό έλεγχο και δεν πληρούν προδιαγραφές ιχνηλασιμότητας, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών».
Σημαντικό -αναφέρουν- είναι να αποσαφηνιστεί σε τι είδους συσκευασία θα διατίθενται τα προϊόντα αυτά στον καταναλωτή δεδομένου ότι:
α) το προϊόν απόσταξης των διημέρων μπορεί βάσει νόμου να διακινείται μόνο χύμα, χωρίς οποιασδήποτε μορφής τυποποίηση και ως τέτοια νοείται και η απλή επικόλληση ετικέτας, και
β) ο Ν. 2969/2001 σαφώς αναφέρει ότι απαγορεύεται η διάθεση του εν λόγω προϊόντος σε προσυσκευασία (εμφιαλωμένη σφραγισμένη συσκευασία).
«Επίσης, δεν προβλέπεται από ποιαν υπηρεσία και με ποιον μηχανισμό θα γίνεται έλεγχος αυτών των αποσταγμάτων στο σημείο διάθεσης, για τον εντοπισμό ενδεχόμενως πρώτων υλών κατώτερης ή αμφίβολης ποιότητας και τυχόν ύπαρξης καρκινογόνων ουσιών που δρουν σε βάθος χρόνου», αναφέρουν
Ουσιαστικά διαμαρτύρονται γιατί εκείνοι φορολογούνται με 5,10 ευρώ ανά λίτρο έτοιμου προϊόντος και οι μικροπαραγωγοί με το χύμα, φορολογούνται με 0,56 ευρώ ανά λίτρο.
Εκκρεμεί επί του θέματος προσφυγή εναντίον της Ελλάδας στο Δικαστήριο της ΕΕ, για παραβίαση του δικαίου της ΕΕ.
Οι παραγωγοί χύμα τσίπουρου απο πλευράς τους λένε ότι το προϊόν τους δεν μπορεί να φορολογηθεί παραπάνω, επειδή είναι μικροεπιχειρήσεις στα όρια της επιβίωσης, έχουν μικρό κυκλο εργασιών, δεν διαφημίζονται και δεν έχουν τις οικονομικές δυνάμεις να μπουν στα «μεγάλα ράφια» της αγοράς